τηνίκα — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνίκ' — τηνίκα , τηνίκα at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνίχ' — τηνίκα , τηνίκα at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνικαύτα — Α επίρρ. 1. τηνίκα*, τότε ακριβώς («ὡς ὁπηνίκ ἄν θεὸς πλοῡν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῡθ ὁρμώμεθα», Σοφ.) 2. εκείνη την ώρα τής ημέρας ή εκείνη την εποχή τού έτους (α. «τηνικαῡτα τοῡ θέρους», Αριστοφ. β. «τηνικαῡτα τοῡ ἔτους», Λουκιαν.) 3. με αυτές τις… … Dictionary of Greek
SYBARIS — I. SYBARIS M. Graeciae oppid. inter Crathin et Sybarim amnes, ab Achivis conditum, Diodor. Sic. l. 12. Olymp. 17. An. 45. Urb. Cond. qui post Troiae excidium vi tempestatis eo fuerunt appulsi. Nunc in ruinis. Situm erat in ora Sinus Tarentini,… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… … Dictionary of Greek
τανίκα — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα … Dictionary of Greek
τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… … Dictionary of Greek